συσφιγκτήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / συσφιγκτηρ, -ῆρος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο συσφίγγεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[μηχανική]] [[διάταξη]] που χρησιμεύει για [[στερέωση]], [[σύνδεση]] ή [[συγκράτηση]] αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br />στενό [[ένδυμα]] που περισφίγγει το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συσφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἐλεγκ</i>-<i>τήρ</i>].
|mltxt=ο / συσφιγκτηρ, -ῆρος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο συσφίγγεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[μηχανική]] [[διάταξη]] που χρησιμεύει για [[στερέωση]], [[σύνδεση]] ή [[συγκράτηση]] αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br />στενό [[ένδυμα]] που περισφίγγει το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συσφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>), [[πρβλ]]. [[ἐλεγκτήρ]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο / συσφιγκτηρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο συσφίγγεται κάτι
2. τεχνολ. μηχανική διάταξη που χρησιμεύει για στερέωση, σύνδεση ή συγκράτηση αντικειμένων
αρχ.
στενό ένδυμα που περισφίγγει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσφίγγω + επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. ἐλεγκτήρ].