τετράχωρος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερα]] χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει [[σπέρμα]] ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), | |mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερα]] χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει [[σπέρμα]] ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ἐννεάχωρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A with four divisions, Dsc.1.101. II τ. μέτρον measure of four χῶρα, PGen.71.2, al. (iii A.D., cf. Arch.Pap.3.401).
Greek (Liddell-Scott)
τετράχωρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεάχωρος].