υπόσκιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπόσκιος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σκιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάτω]] από [[σκιά]] («ὑπόσκιοι περίπατοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>σκιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπόσκιος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σκιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάτω]] από [[σκιά]] («ὑπόσκιοι περίπατοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), [[πρβλ]]. [[σύσκιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑ
σκιερός
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά
2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. σύσκιος].