εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑσκιερόςαρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. σύσκιος].