ὁμοεργής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(28)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοεργής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που συμπράττει με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολο</i>-<i>εργής</i>].
|mltxt=[[ὁμοεργής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που συμπράττει με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ολοεργής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 334] ές, zusammenhandelnd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεργής: -ές, ὁ συμπράττων, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σελ. 59Β, C, Ἱππόλ. 837Α.

Greek Monolingual

ὁμοεργής, -ές (ΑΜ)
αυτός που συμπράττει με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολοεργής].