ισόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[μέτρο]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[σύμμετρος]], [[συμμετρικός]], αναλογικός<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις<br />(μσν.- αρχ.) [[ισομήκης]], [[ισομεγέθης]] («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — [[τίτλος]] έργου του Ζηνοδώρου<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμετρον</i><br /><b>πάπ.</b> [[άγαλμα]] που έχει φυσικές διαστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομέτρως</i> και <i>ισόμετρα</i> (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)<br />σε ίσο [[μέτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε ίσο βαθμό<br /><b>2.</b> με [[ισότητα]], [[χωρίς]] [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>μετρος</i>, <i>μονό</i>-<i>μετρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[μέτρο]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[σύμμετρος]], [[συμμετρικός]], αναλογικός<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις<br />(μσν.- αρχ.) [[ισομήκης]], [[ισομεγέθης]] («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — [[τίτλος]] έργου του Ζηνοδώρου<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμετρον</i><br /><b>πάπ.</b> [[άγαλμα]] που έχει φυσικές διαστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομέτρως</i> και <i>ισόμετρα</i> (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)<br />σε ίσο [[μέτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε ίσο βαθμό<br /><b>2.</b> με [[ισότητα]], [[χωρίς]] [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[κακόμετρος]], [[μονόμετρος]]).
}}
}}

Revision as of 12:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόμετρος, -ον)
1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο
2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός
μσν.
αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις
(μσν.- αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με κάποιον άλλο
2. ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — τίτλος έργου του Ζηνοδώρου
3. αστρον. αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμετρον
πάπ. άγαλμα που έχει φυσικές διαστάσεις.
επίρρ...
ισομέτρως και ισόμετρα (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)
σε ίσο μέτρο
μσν.
συμμετρικά
αρχ.
1. σε ίσο βαθμό
2. με ισότητα, χωρίς υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. κακόμετρος, μονόμετρος).