ολιγαρκής: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγαρκής]], -ές)<br />αυτός που αρκείται στα [[λίγα]], που ικανοποιείται με τα [[λίγα]] και δεν επιζητεί τα [[πολλά]], [[λιτός]] («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη [[φτώχεια]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγαρκές</i><br />η [[ολιγάρκεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλιγαρκῶς</i> (Α)<br />με [[ολιγάρκεια]], με [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αρκής</i>).
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγαρκής]], -ές)<br />αυτός που αρκείται στα [[λίγα]], που ικανοποιείται με τα [[λίγα]] και δεν επιζητεί τα [[πολλά]], [[λιτός]] («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη [[φτώχεια]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγαρκές</i><br />η [[ολιγάρκεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλιγαρκῶς</i> (Α)<br />με [[ολιγάρκεια]], με [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), [[πρβλ]]. [[πολυαρκής]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α ὀλιγαρκής, -ές)
αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές
η ολιγάρκεια.
επίρρ...
ὀλιγαρκῶς (Α)
με ολιγάρκεια, με λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. πολυαρκής].