λιτότητα
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
η (Α λιτότης, -ητος) λιτός (I)]
1. η ιδιότητα του λιτού, η απλότητα, το απέριττο, η ολιγάρκεια
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο εκφράζεται αρνητικά μια έννοια ως στενότερη αυτής που υπονοείται, λ.χ.: α) «δεν είναι κακός»
β) «μὴ ἀξύνετος εἶναι» (Θουκ.)
νεοελλ.
1. πενιχρότητα, φτώχεια
2. περιορισμός κατανάλωσης και αποφυγή άσκοπης σπατάλης ή πολυτέλειας («μέτρα λιτότητας»).