ολιγάρκεια

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) ολιγαρκής
η ιδιότητα του ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα.