χλιδών: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χλῐδών:''' ῶνος ὁ украшение, драгоценность (τὰ ἔσοπτρα καὶ οἱ χλιδῶνες Plut.; χλιδῶνες λιθοκόλλητοι Diod.).
|elrutext='''χλῐδών:''' ῶνος ὁ [[украшение]], [[драгоценность]] (τὰ ἔσοπτρα καὶ οἱ χλιδῶνες Plut.; χλιδῶνες λιθοκόλλητοι Diod.).
}}
}}

Latest revision as of 08:11, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 1359] ῶνος, ὁ, Schmuck, Prunk, Hals-, Armod. Fußbänder, δαιδαλέοι δὲ χλιδῶνες ἄρ' ἀμφὶ βραχίοσιν ἦσαν Asius bei Ath. XII, 525.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
harnais somptueux.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
βλ. χλίδων.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδών: ῶνος ὁ украшение, драгоценность (τὰ ἔσοπτρα καὶ οἱ χλιδῶνες Plut.; χλιδῶνες λιθοκόλλητοι Diod.).