χλιδών

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

German (Pape)

[Seite 1359] ῶνος, ὁ, Schmuck, Prunk, Hals-, Armod. Fußbänder, δαιδαλέοι δὲ χλιδῶνες ἄρ' ἀμφὶ βραχίοσιν ἦσαν Asius bei Ath. XII, 525.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
harnais somptueux.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
βλ. χλίδων.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδών: ῶνος ὁ украшение, драгоценность (τὰ ἔσοπτρα καὶ οἱ χλιδῶνες Plut.; χλιδῶνες λιθοκόλλητοι Diod.).