Ὁμόλη: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Ὁμόλη]], Ὁμολώια</b> [[test]]. Σ, Theocrit, 7. 103a, [[Ὁμόλη]] δὲ Θετταλίας [[ὄρος]], ὡς Ἔφορος καὶ Ἀριστόδημος ὁ [[Θηβαῖος]], ἐν [[οἷς]] ἱστορεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς [[τῶν]] Ὁμολωίων, καὶ Πίνδαρος ἐν τοῖς ὑπορχήμασιν fr. 113.
|sltr=[[Ὁμόλη]], Ὁμολώια</b> [[test]]. Σ, Theocrit, 7. 103a, [[Ὁμόλη]] δὲ Θετταλίας [[ὄρος]], ὡς Ἔφορος καὶ Ἀριστόδημος ὁ [[Θηβαῖος]], ἐν [[οἷς]] ἱστορεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Ὁμολωίων, καὶ Πίνδαρος ἐν τοῖς ὑπορχήμασιν fr. 113.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ὁμόλη:''' дор. [[Ὁμόλα]] ἡ Гомола (гора в Фессалии со святилищем Пана) Theocr., Eur.
|elrutext='''Ὁμόλη:''' дор. [[Ὁμόλα]] ἡ [[Гомола]] (гора в Фессалии со святилищем Пана) Theocr., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Homolè, mt de Thessalie.

English (Slater)

Ὁμόλη, Ὁμολώια test. Σ, Theocrit, 7. 103a, Ὁμόλη δὲ Θετταλίας ὄρος, ὡς Ἔφορος καὶ Ἀριστόδημος ὁ Θηβαῖος, ἐν οἷς ἱστορεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Ὁμολωίων, καὶ Πίνδαρος ἐν τοῖς ὑπορχήμασιν fr. 113.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμόλη: дор. ὉμόλαГомола (гора в Фессалии со святилищем Пана) Theocr., Eur.