πυργόεις: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
(6_8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυργόεις''': εσσα, εν, ἔχων πληθὺν πύργων, [[πόλις]] Νικ.Χων. Ἱστ. σ. 366C.
|lstext='''πυργόεις''': εσσα, εν, ἔχων πληθὺν πύργων, [[πόλις]] Νικ.Χων. Ἱστ. σ. 366C.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Μ<br />αυτός που έχει πολλούς πύργους, [[γεμάτος]] πύργους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[αστερόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πυργόεις: εσσα, εν, ἔχων πληθὺν πύργων, πόλις Νικ.Χων. Ἱστ. σ. 366C.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Μ
αυτός που έχει πολλούς πύργους, γεμάτος πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].