ριγεσίβιος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ον, Α<br />[[ευαίσθητος]] («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῦν δυσρίγους», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ῥίγεσι</i> του [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=ον, Α<br />[[ευαίσθητος]] («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῦν δυσρίγους», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ῥίγεσι</i> του [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[ὀρεσίβιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:08, 11 May 2023

Greek Monolingual

ον, Α
ευαίσθητος («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῦν δυσρίγους», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ῥίγεσι του ῥῖγος + βίος (πρβλ. ὀρεσίβιος)].