συμπλωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπλωτήρ''': ὁ, = [[σύμπλοος]], τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.
|lstext='''συμπλωτήρ''': ὁ, = [[σύμπλοος]], τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Μ<br />αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπλώω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[στρωτήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

συμπλωτήρ: ὁ, = σύμπλοος, τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Μ
αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρωτήρ)].