συστολέας: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που χρησιμεύει για τη [[συστολή]], [[δηλαδή]] το [[κατέβασμα]] τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. [[μπρούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συστέλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[συστολή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έας</i> ( | |mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που χρησιμεύει για τη [[συστολή]], [[δηλαδή]] το [[κατέβασμα]] τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. [[μπρούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συστέλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[συστολή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έας</i> ([[πρβλ]]. [[προβολέας]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>συστολεύς</i>, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι
2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. -έας (πρβλ. προβολέας). Η λ., στον λόγιο τ. συστολεύς, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].