προβολέας

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

ο / προβολεύς, -έως, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. ισχυρό φωτιστικό σώμα που επιτυγχάνει υψηλή ένταση τοπικού φωτισμού με τη συγκέντρωση, μέσω οπτικού συστήματος, κατόπτρων ή φακών, της φωτεινής ροής σε στενή στερεά γωνία και το οποίο χρησιμοποιείται για ισχυρό φωτισμό χώρων και κτηρίων, λ.χ. αθλητικών γηπέδων, δρόμων από κινούμενα οχήματα, θεατρικών σκηνών, μνημείων, για αναζήτηση μακρινών αντικειμένων ή σε φωτογραφικά εργαστήρια («προβολέας αυτοκινήτου»)
2. (κυρίως στον κινηματογράφο) όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η προβολή φωτεινών εικόνων
3. φρ. α) «κινηματογραφικός προβολέας» — προβολέας με λαμπτήρα τόξου και ειδικά ηλεκτρόδια άνθρακα, που χρησιμοποιείται για τη λήψη κινηματογραφικών ταινιών
β) «προβολέας αεράμυνας» ή «αντιαεροπορικός προβολέας» — προβολέας με λαμπτήρα τόξου μεγάλης έντασης και μεγάλης διαμέτρου, έως και 25 μέτρων, που χρησιμοποιείται για τη νυχτερινή επισήμανση εναέριων στόχων
γ) «προβολέας διάχυτου φωτισμού» — προβολέας που χρησιμοποιείται για τον φωτισμό σε πλατείες, σιδηροδρομικές γραμμές, λιμάνια και αεροδρόμια
δ) «προβολέας ομίχλης» — προβολέας οχήματος, με λαμπτήρα αλογόνου, μεγάλης έντασης, που η φωτεινή του δέσμη κατευθύνεται προς το έδαφος και φωτίζει τα πλάγια τμήματα της οδού
ε) «προβολέας αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και ποδηλάτων» — συσκευή μεγάλης φωτεινής ισχύος τοποθετημένη στο πρόσθιο τμήμα οχήματος
στ) «προβολέας σηματοδοσίας» — προβολέας που χρησιμεύει για τη μετάδοση σημάτων με φωτεινές αναλαμπές και στην επισήμανση τοποθεσιών
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παράγει
2. ο γεννήτορας
3. ο δημιουργός του σύμπαντος, ο θεός
4. (φιλοσ.) ως επίθ. αρχέγονος, πρωτογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προβολ- του προβάλλω + κατάλ. -εύς (πρβλ. καταβολεύς, υποβολεύς)].