ταλασήϊος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ΐα, -ον, ΜΑ<br /><b>φρ.</b> «[[ταλασήϊος]] ίδρώς» — [[ιδρώτας]] που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει [[κανείς]] [[κατά]] την [[ταλασιουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ταλασιουργικός]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[ταλασιουργία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ταλασήϊα ἔργα» — η [[ταλασιουργία]] (Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταλασία]] «[[επεξεργασία]] ερίου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμ</i>-<i>ήϊος</i>)].
|mltxt=-ΐα, -ον, ΜΑ<br /><b>φρ.</b> «[[ταλασήϊος]] ίδρώς» — [[ιδρώτας]] που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει [[κανείς]] [[κατά]] την [[ταλασιουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ταλασιουργικός]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[ταλασιουργία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ταλασήϊα ἔργα» — η [[ταλασιουργία]] (Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταλασία]] «[[επεξεργασία]] ερίου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμήϊος]])].
}}
}}

Revision as of 16:32, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσήϊος Medium diacritics: ταλασήϊος Low diacritics: ταλασήϊος Capitals: ΤΑΛΑΣΗΪΟΣ
Transliteration A: talasḗïos Transliteration B: talasēios Transliteration C: talasiios Beta Code: talash/i+os

English (LSJ)

ἡ, ον, Ep. word, of wool-spinning, τ. ἔργα, = ταλασία, A.R.3.292; ταλασήϊος ἱδρώς caused by spinning, Nonn.D.6.142.

Greek Monolingual

-ΐα, -ον, ΜΑ
φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» — ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία
αρχ.
(επικ. τ.)
1. ταλασιουργικός
2. κατάλληλος για ταλασιουργία
3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» — η ταλασιουργία (Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].