υπαλληλίσκος: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ασήμαντος]] [[υπάλληλος]], [[υπάλληλος]] που κατέχει χαμηλή [[βαθμίδα]] στην υπαλληλική [[ιεραρχία]], [[υπαλληλάκος]]<br /><b>2.</b> [[υπάλληλος]] μικρής ηλικίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υπάλληλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ( | |mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ασήμαντος]] [[υπάλληλος]], [[υπάλληλος]] που κατέχει χαμηλή [[βαθμίδα]] στην υπαλληλική [[ιεραρχία]], [[υπαλληλάκος]]<br /><b>2.</b> [[υπάλληλος]] μικρής ηλικίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υπάλληλος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[τυραννίσκος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος
2. υπάλληλος μικρής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τυραννίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].