υπαλληλάκος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
υπαλληλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. εμποράκος)].