υψιγένεθλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που κατάγεται από υψηλή, [[δηλαδή]] αριστοκρατική, [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[γενέθλη]] «[[γέννηση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτι</i>-<i>γένεθλος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που κατάγεται από υψηλή, [[δηλαδή]] αριστοκρατική, [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[γενέθλη]] «[[γέννηση]]» ([[πρβλ]]. [[ἀρτιγένεθλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που κατάγεται από υψηλή, δηλαδή αριστοκρατική, γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γενέθλη «γέννηση» (πρβλ. ἀρτιγένεθλος)].