χερσότοπος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />[[χέρσος]], [[ακαλλιέργητος]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[τόπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βοσκό</i>-<i>τοπος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης</i> του Γρ. Ζαλίκογλου].
|mltxt=ο, Ν<br />[[χέρσος]], [[ακαλλιέργητος]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[τόπος]] ([[πρβλ]]. [[βοσκότοπος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης</i> του Γρ. Ζαλίκογλου].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
χέρσος, ακαλλιέργητος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκότοπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].