φαρμάκτρια: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(6_9)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμάκτρια''': ἡ, = [[φαρμακεύτρια]], Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.
|lstext='''φαρμάκτρια''': ἡ, = [[φαρμακεύτρια]], Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, [[φαρμακεύτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρία]] ([[πρβλ]]. [[διώκτρια]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκτρια: ἡ, = φαρμακεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, φαρμακεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. διώκτρια)].