φαρμάκτρια

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκτρια: ἡ, = φαρμακεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, φαρμακεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. διώκτρια)].