χρυσοβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρο]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο, Ν<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρο]] ([[πρβλ]]. [[καλλιβλέφαρος]]). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολη</i>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:49, 13 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βλέφαρο (πρβλ. καλλιβλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη.