ετεόκριθος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτεόκριθος]], ἡ (Α)<br />το γνήσιο, το καθαρό [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετεός]] «[[αληθινός]], [[γνήσιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κριθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>κριθος</i>)].
|mltxt=[[ἐτεόκριθος]], ἡ (Α)<br />το γνήσιο, το καθαρό [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετεός]] «[[αληθινός]], [[γνήσιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κριθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] ([[πρβλ]]. [[εύκριθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἐτεόκριθος, ἡ (Α)
το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + -κριθος < κριθή (πρβλ. εύκριθος)].