ετεόκριθος

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source

Greek Monolingual

ἐτεόκριθος, ἡ (Α)
το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + -κριθος < κριθή (πρβλ. εύκριθος)].