μητρόμοιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(6_17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρόμοιος''': -ον, ὁ [[ὅμοιος]] τῇ [[ἑαυτοῦ]] μητρί, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854, κτλ. | |lstext='''μητρόμοιος''': -ον, ὁ [[ὅμοιος]] τῇ [[ἑαυτοῦ]] μητρί, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητρόμοιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με τη [[μητέρα]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητρομοίως</i> (ΑΜ)<br />με [[ομοιότητα]] [[προς]] τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὅμοιος]] ([[πρβλ]]. [[ανθόμοιος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:00, 13 May 2023
German (Pape)
[Seite 180] der Mutter ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόμοιος: -ον, ὁ ὅμοιος τῇ ἑαυτοῦ μητρί, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854, κτλ.
Greek Monolingual
μητρόμοιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που είναι όμοιος με τη μητέρα του.
επίρρ...
μητρομοίως (ΑΜ)
με ομοιότητα προς τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὅμοιος (πρβλ. ανθόμοιος)].