-ίδιον: Difference between revisions
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=υποκορ. κατάλ. της Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται [[συνήθως]] με τη [[μορφή]] -<i>ίδι</i> (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, [[συχνά]] και με την πρωτογενή [[μορφή]] της, [[ιδίως]] σε τεχνικούς - επιστημονικούς όρους (πρβλ. <i>αρθρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>κρατ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>μαχαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ογκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οζ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σφαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>τριχ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>φιαλ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χοιρ</i>-<i>ίδιο</i> <b>κ.ά.</b>) και σε υβριστικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων θηλυκού γένους (πρβλ. | |mltxt=υποκορ. κατάλ. της Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται [[συνήθως]] με τη [[μορφή]] -<i>ίδι</i> (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, [[συχνά]] και με την πρωτογενή [[μορφή]] της, [[ιδίως]] σε τεχνικούς - επιστημονικούς όρους (πρβλ. <i>αρθρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>κρατ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>μαχαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ογκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οζ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σφαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>τριχ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>φιαλ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χοιρ</i>-<i>ίδιο</i> <b>κ.ά.</b>) και σε υβριστικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων θηλυκού γένους ([[πρβλ]]. [[πορνίδιο]], [[γραΐδιο]]). Η [[κατάληξη]] χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπαϊκές γλώσσες με τις μορφές -<i>ide</i> και -<i>idium</i>, για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, και επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Απαντά [[κυρίως]]: 1) Σε όρους της χημείας και της βιοχημείας για να δηλώσει: α) χημικά στοιχεία ([[πρβλ]]. [[ιρίδιο]], [[ρουβίδιο]])<br />β) διάφορες οργανικές ή ανόργανες ενώσεις (πρβλ. <i>αμ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>αρσεν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γλυκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ιωδ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>καρβ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σουλφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χλωρ</i>-<i>ίδιο</i>)<br />γ) ειδικότερα, σε προϊόντα υποκατάστασης ορισμένων υδρογονανθράκων (πρβλ. <i>αιθυλοϊωδ</i>-<i>ίδιο</i>, [[αιθυλοχλωρίδιο]], <i>αλκυλαλογον</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ιωδ</i>-<i>ίδιο</i>) ή σε ονομασίες εστέρων με οργανικά [[οξέα]] ([[πρβλ]]. [[γλυκερίδιο]], [[φωσφατίδιο]]). 2) Σε όρους της βιολογίας όπου εμφανίζεται —[[είτε]] ως [[απόδοση]] άλλων, ελληνογενών ή νεολατινογενών, [[συνήθως]], όρων, [[είτε]] ως αντιδάνεια— σε ονομασίες: α) τών σταδίων ανάπτυξης τών μεταζώων (πρβλ. <i>βλαστ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γαστρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γον</i>-<i>ίδιο</i>)<br />β) ορισμένων φυτικών γενών, οργάνων ή κυττάρων (πρβλ. <i>ανθηρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ανθηροζω</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ακτιν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>εσπερ</i>-<i>ίδιο</i>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 19 May 2023
Greek Monolingual
υποκορ. κατάλ. της Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή -ίδι (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς - επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ-ίδιο, κρατ-ίδιο, μαχαιρ-ίδιο, ξιφ-ίδιο, ογκ-ίδιο, οζ-ίδιο, οφ-ίδιο, σφαιρ-ίδιο, τριχ-ίδιο, φιαλ-ίδιο, χοιρ-ίδιο κ.ά.) και σε υβριστικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων θηλυκού γένους (πρβλ. πορνίδιο, γραΐδιο). Η κατάληξη χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπαϊκές γλώσσες με τις μορφές -ide και -idium, για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, και επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Απαντά κυρίως: 1) Σε όρους της χημείας και της βιοχημείας για να δηλώσει: α) χημικά στοιχεία (πρβλ. ιρίδιο, ρουβίδιο)
β) διάφορες οργανικές ή ανόργανες ενώσεις (πρβλ. αμ-ίδιο, αρσεν-ίδιο, γλυκ-ίδιο, ιωδ-ίδιο, καρβ-ίδιο, σουλφ-ίδιο, χλωρ-ίδιο)
γ) ειδικότερα, σε προϊόντα υποκατάστασης ορισμένων υδρογονανθράκων (πρβλ. αιθυλοϊωδ-ίδιο, αιθυλοχλωρίδιο, αλκυλαλογον-ίδιο, ιωδ-ίδιο) ή σε ονομασίες εστέρων με οργανικά οξέα (πρβλ. γλυκερίδιο, φωσφατίδιο). 2) Σε όρους της βιολογίας όπου εμφανίζεται —είτε ως απόδοση άλλων, ελληνογενών ή νεολατινογενών, συνήθως, όρων, είτε ως αντιδάνεια— σε ονομασίες: α) τών σταδίων ανάπτυξης τών μεταζώων (πρβλ. βλαστ-ίδιο, γαστρ-ίδιο, γον-ίδιο)
β) ορισμένων φυτικών γενών, οργάνων ή κυττάρων (πρβλ. ανθηρ-ίδιο, ανθηροζω-ίδιο, ακτιν-ίδιο, εσπερ-ίδιο).