τορητός: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toritos | |Transliteration C=toritos | ||
|Beta Code=torhto/s | |Beta Code=torhto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[liable to be pierced]]: [[vulnerable]] Lyc.456. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:15, 25 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, liable to be pierced: vulnerable Lyc.456.
German (Pape)
[Seite 1130] durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar, Lycophr. 456.
Greek (Liddell-Scott)
τορητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ τρυπήσῃ, τρωτός, τορητὸν οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ Λυκόφρ. 456.
Greek Monolingual
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. -η-τός τών ρηματ. επιθ.].