μακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=maktir | |Transliteration C=maktir | ||
|Beta Code=makth/r | |Beta Code=makth/r | ||
|Definition= | |Definition=μακτῆρος, ὁ, expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] in three senses:<br><span class="bld">I</span> = [[μάκτρα]].<br><span class="bld">II</span> = [[διφθέρα]].<br><span class="bld">III</span> = [[μακτρισμός]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μακτήρ''': ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ [[τρεῖς]] σημασίας: Ι. = κάρδοπος ([[μάκτρα]]). ΙΙ. = [[διφθέρα]]. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως [[σχῆμα]] ([[μακτρισμός]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[μάκτρα]]» <br />β) «[[διφθέρα]]» <br />γ) «[[μακτρισμός]], [[σχῆμα]] ὀρχήστρας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Knetende]]</i>, nach Hesych. auch = [[μάκτρα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
μακτῆρος, ὁ, expld. by Hsch. in three senses:
I = μάκτρα.
II = διφθέρα.
III = μακτρισμός.
Greek (Liddell-Scott)
μακτήρ: ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ τρεῖς σημασίας: Ι. = κάρδοπος (μάκτρα). ΙΙ. = διφθέρα. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως σχῆμα (μακτρισμός).
Greek Monolingual
μακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «μάκτρα»
β) «διφθέρα»
γ) «μακτρισμός, σχῆμα ὀρχήστρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τήρ].