ἀνακεφαλαιωτικός: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anakefalaiotikos | |Transliteration C=anakefalaiotikos | ||
|Beta Code=a)nakefalaiwtiko/s | |Beta Code=a)nakefalaiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνακεφαλαιωτική, ἀνακεφαλαιωτικόν, [[fit for summing up]] ; τὸ ἀ., = [[ἀνακεφαλαίωσις]] ([[summary]]), DH. ''Lys.'' 19. Adv. [[ἀνακεφαλαιωτικῶς]] = [[summarily]], Eust. 1579.8, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνακεφαλαιωτική, ἀνακεφαλαιωτικόν, fit for summing up ; τὸ ἀ., = ἀνακεφαλαίωσις (summary), DH. Lys. 19. Adv. ἀνακεφαλαιωτικῶς = summarily, Eust. 1579.8, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 recapitulador ὁ οὐκοῦν καλεῖται ... πρὸς δ' ἑτέρων ἀνακεφαλαιωτικός A.D.Coni.257.19
•subst. τὸ ἀνακεφαλαιωτικόν resumen D.H.Lys.19.
2 adv. -ῶς sumariamente Eust.1579.4.
German (Pape)
[Seite 191] dazu gehörig, τὸ ἀν. τῶν ῥηθέντων μέρος, die Wiederaufzählung des Gesagten, Dion. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακεφαλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ἀνήκων, τὸ ἀνακεφαλαιωτικὸν μέρος, τὸ περὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 19. Ἐπιρρ. -κῶς Εὐστ. 1579. 8, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, -ή, -όν) ἀνακεφαλαιοῦμαι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση
μσν.
επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς
περιληπτικά
αρχ.
ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη.