ἀνακεφαλαιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(big3_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakefalaiotikos
|Transliteration C=anakefalaiotikos
|Beta Code=a)nakefalaiwtiko/s
|Beta Code=a)nakefalaiwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fit for summing up:</b> <b class="b3">τὸ ἀ</b>., = foreg., <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>19</span>. Adv. -κῶς <b class="b2">summarily</b>, <span class="bibl">Eust.1579.8</span>, etc.</span>
|Definition=ἀνακεφαλαιωτική, ἀνακεφαλαιωτικόν, [[fit for summing up]] ; τὸ ἀ., = [[ἀνακεφαλαίωσις]] ([[summary]]), DH. ''Lys.'' 19. Adv. [[ἀνακεφαλαιωτικῶς]] = [[summarily]], Eust. 1579.8, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[recapitulador]] ὁ οὐκοῦν καλεῖται ... πρὸς δ' ἑτέρων [[ἀνακεφαλαιωτικός]] A.D.<i>Coni</i>.257.19<br /><b class="num"></b>subst. τὸ ἀνακεφαλαιωτικόν [[resumen]] D.H.<i>Lys</i>.19.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sumariamente]] Eust.1579.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀνακεφαλαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ἀνήκων, τὸ ἀνακεφαλαιωτικὸν [[μέρος]], τὸ περὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 19. Ἐπιρρ. -κῶς Εὐστ. 1579. 8, κτλ.
|lstext='''ἀνακεφαλαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ἀνήκων, τὸ ἀνακεφαλαιωτικὸν [[μέρος]], τὸ περὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 19. Ἐπιρρ. -κῶς Εὐστ. 1579. 8, κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[recapitulador]] ὁ οὐκοῦν καλεῖται ... πρὸς δ' ἑτέρων [[ἀνακεφαλαιωτικός]] A.D.<i>Coni</i>.257.19<br /><b class="num"></b>subst. τὸ ἀνακεφαλαιωτικόν [[resumen]] D.H.<i>Lys</i>.19.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sumariamente]] Eust.1579.4.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνακεφαλαιωτικός]], -ή, -όν) [[ἀνακεφαλαιοῦμαι]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ανακεφαλαίωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀνακεφαλαιωτικῶς</i><br />περιληπτικά<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για [[ανακεφαλαίωση]], για [[περίληψη]].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακεφαλαιωτικός Medium diacritics: ἀνακεφαλαιωτικός Low diacritics: ανακεφαλαιωτικός Capitals: ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anakephalaiōtikós Transliteration B: anakephalaiōtikos Transliteration C: anakefalaiotikos Beta Code: a)nakefalaiwtiko/s

English (LSJ)

ἀνακεφαλαιωτική, ἀνακεφαλαιωτικόν, fit for summing up ; τὸ ἀ., = ἀνακεφαλαίωσις (summary), DH. Lys. 19. Adv. ἀνακεφαλαιωτικῶς = summarily, Eust. 1579.8, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 recapitulador ὁ οὐκοῦν καλεῖται ... πρὸς δ' ἑτέρων ἀνακεφαλαιωτικός A.D.Coni.257.19
subst. τὸ ἀνακεφαλαιωτικόν resumen D.H.Lys.19.
2 adv. -ῶς sumariamente Eust.1579.4.

German (Pape)

[Seite 191] dazu gehörig, τὸ ἀν. τῶν ῥηθέντων μέρος, die Wiederaufzählung des Gesagten, Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεφαλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ἀνήκων, τὸ ἀνακεφαλαιωτικὸν μέρος, τὸ περὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 19. Ἐπιρρ. -κῶς Εὐστ. 1579. 8, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, -ή, -όν) ἀνακεφαλαιοῦμαι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση
μσν.
επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς
περιληπτικά
αρχ.
ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη.