ἠχικός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
m (Text replacement - " syll." to " syllable")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichikos
|Transliteration C=ichikos
|Beta Code=h)xiko/s
|Beta Code=h)xiko/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ἦχος)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἠχητικός]], of Alcaeus, <b class="b3">ἠ. Αἰολίδης</b>, i.e. [[singing]] in Aeolic, Epigr. ap. Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>p.10D.</span></span>
|Definition=ἠχική, ἠχικόν, ([[ἦχος]])<br><span class="bld">A</span> = [[ἠχητικός]], of [[Alcaeus]], ἠχικὸς [[Αἰολίδης]], i.e. [[singing]] in [[Aeolic]], Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχικός]], -ή, -όν (Α) [[ήχος]]<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]], αυτός που ψάλλει, [[μελωδός]] («[[ἠχικός]] Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. <b>Πινδ.</b>).
|mltxt=[[ἠχικός]], -ή, -όν (Α) [[ήχος]]<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]], αυτός που ψάλλει, [[μελωδός]] («ἠχικὸς Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. <b>Πινδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχικός Medium diacritics: ἠχικός Low diacritics: ηχικός Capitals: ΗΧΙΚΟΣ
Transliteration A: ēchikós Transliteration B: ēchikos Transliteration C: ichikos Beta Code: h)xiko/s

English (LSJ)

ἠχική, ἠχικόν, (ἦχος)
A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠχικὸς Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.

German (Pape)

[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syllable epigr. 236, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.

Greek Monolingual

ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικὸς Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).