ἠχικός: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichikos
|Transliteration C=ichikos
|Beta Code=h)xiko/s
|Beta Code=h)xiko/s
|Definition=ή, όν, ([[ἦχος]])<br><span class="bld">A</span> = [[ἠχητικός]], of [[Alcaeus]], ἠχικὸς [[Αἰολίδης]], i.e. [[singing]] in [[Aeolic]], Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
|Definition=ἠχική, ἠχικόν, ([[ἦχος]])<br><span class="bld">A</span> = [[ἠχητικός]], of [[Alcaeus]], ἠχικὸς [[Αἰολίδης]], i.e. [[singing]] in [[Aeolic]], Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχικός Medium diacritics: ἠχικός Low diacritics: ηχικός Capitals: ΗΧΙΚΟΣ
Transliteration A: ēchikós Transliteration B: ēchikos Transliteration C: ichikos Beta Code: h)xiko/s

English (LSJ)

ἠχική, ἠχικόν, (ἦχος)
A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠχικὸς Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.

German (Pape)

[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syllable epigr. 236, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.

Greek Monolingual

ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικὸς Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).