λειοκόνιτος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leiokonitos | |Transliteration C=leiokonitos | ||
|Beta Code=leioko/nitos | |Beta Code=leioko/nitos | ||
|Definition= | |Definition=ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λεωκόνιτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειοκόνιτος''': «ἡ τελείως ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ. | |lstext='''λειοκόνιτος''': «ἡ τελείως ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειοκόνιτος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[τελείως]] ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη, [[λείως]] γὰρ [[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόνιτος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κόνις]]), [[πρβλ]]. [[λεωκόνιτος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf. λεωκόνιτος.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκόνιτος: «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λειοκόνιτος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κόνιτος(< κόνις), πρβλ. λεωκόνιτος].