καριμοίρους: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karimoirous
|Transliteration C=karimoirous
|Beta Code=karimoi/rous
|Beta Code=karimoi/rous
|Definition=<b class="b3">τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους</b>, Hsch.; cf. <b class="b3">Κάρ</b>.
|Definition=τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[Κάρ]].
}}
{{ls
|lstext='''καριμοίρους''': «τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ. ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι» Ἡσύχ.
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καριμοίρους Medium diacritics: καριμοίρους Low diacritics: καριμοίρους Capitals: ΚΑΡΙΜΟΙΡΟΥΣ
Transliteration A: karimoírous Transliteration B: karimoirous Transliteration C: karimoirous Beta Code: karimoi/rous

English (LSJ)

τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, Hsch.; cf. Κάρ.

Greek (Liddell-Scott)

καριμοίρους: «τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ. ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι» Ἡσύχ.