καριμοίρους

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καριμοίρους Medium diacritics: καριμοίρους Low diacritics: καριμοίρους Capitals: ΚΑΡΙΜΟΙΡΟΥΣ
Transliteration A: karimoírous Transliteration B: karimoirous Transliteration C: karimoirous Beta Code: karimoi/rous

English (LSJ)

τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, Hsch.; cf. Κάρ.

Greek (Liddell-Scott)

καριμοίρους: «τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ. ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι» Ἡσύχ.