ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: καριμοίρους | Medium diacritics: καριμοίρους | Low diacritics: καριμοίρους | Capitals: ΚΑΡΙΜΟΙΡΟΥΣ |
Transliteration A: karimoírous | Transliteration B: karimoirous | Transliteration C: karimoirous | Beta Code: karimoi/rous |
τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, Hsch.; cf. Κάρ.
καριμοίρους: «τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ. ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι» Ἡσύχ.