ὀχθᾶσθαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochthasthai
|Transliteration C=ochthasthai
|Beta Code=o)xqa=sqai
|Beta Code=o)xqa=sqai
|Definition=<b class="b3">ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν</b>, Hsch.
|Definition=ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀχθᾱσθαι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀπὸ τοῦ [[ὄχθη]], οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε <i>ὀχθεῖσθαι</i>].
|mltxt=ὀχθᾶσθαι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀπὸ τοῦ [[ὄχθη]], οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε <i>ὀχθεῖσθαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχθᾶσθαι Medium diacritics: ὀχθᾶσθαι Low diacritics: οχθάσθαι Capitals: ΟΧΘΑΣΘΑΙ
Transliteration A: ochthâsthai Transliteration B: ochthasthai Transliteration C: ochthasthai Beta Code: o)xqa=sqai

English (LSJ)

ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, Hsch.

Greek Monolingual

ὀχθᾶσθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε ὀχθεῖσθαι].