παρακελευστής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakelefstis | |Transliteration C=parakelefstis | ||
|Beta Code=parakeleusth/s | |Beta Code=parakeleusth/s | ||
|Definition= | |Definition=παρακελευστοῦ, ὁ, [[one who calls out to]] or [[encourages]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ. | |lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[παρακελεύομαι]]<br />αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει [[θάρρος]] με τον λόγο του. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 25 August 2023
English (LSJ)
παρακελευστοῦ, ὁ, one who calls out to or encourages, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, Zurufer, Ermunterer (?).
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστής: -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρακελεύομαι
αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει θάρρος με τον λόγο του.