ἀνεγκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anegkefalos
|Transliteration C=anegkefalos
|Beta Code=a)negke/falos
|Beta Code=a)negke/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[without brain]], Gal.5.314.</span>
|Definition=ἀνεγκέφαλον, [[without brain]], Gal.5.314.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin cerebro]] Gal.5.314<br /><b class="num"></b>fig. [[insensato]] Gal.5.316, <i>PLond</i>.1075.19 (VII d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεγκέφαλος''': -ον, ὁ ἐγκέφαλον μὴ ἔχων, Γαλην. τόμ. 5, σ. 119.
|lstext='''ἀνεγκέφαλος''': -ον, ὁ ἐγκέφαλον μὴ ἔχων, Γαλην. τόμ. 5, σ. 119.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin cerebro]] Gal.5.314<br /><b class="num">•</b>fig. [[insensato]] Gal.5.316, <i>PLond</i>.1075.19 (VII d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεγκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που παρουσιάζει [[ανεγκεφαλία]], που δεν έχει εγκέφαλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άμυαλος]], [[βλάκας]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεγκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που παρουσιάζει [[ανεγκεφαλία]], που δεν έχει εγκέφαλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άμυαλος]], [[βλάκας]].
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεγκέφαλος Medium diacritics: ἀνεγκέφαλος Low diacritics: ανεγκέφαλος Capitals: ΑΝΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: anenképhalos Transliteration B: anenkephalos Transliteration C: anegkefalos Beta Code: a)negke/falos

English (LSJ)

ἀνεγκέφαλον, without brain, Gal.5.314.

Spanish (DGE)

-ον
sin cerebro Gal.5.314
fig. insensato Gal.5.316, PLond.1075.19 (VII d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγκέφαλος: -ον, ὁ ἐγκέφαλον μὴ ἔχων, Γαλην. τόμ. 5, σ. 119.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεγκέφαλος, -ον)
αυτός που παρουσιάζει ανεγκεφαλία, που δεν έχει εγκέφαλο
νεοελλ.
μτφ. άμυαλος, βλάκας.