ἐνεπίπεδος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enepipedos
|Transliteration C=enepipedos
|Beta Code=e)nepi/pedos
|Beta Code=e)nepi/pedos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[flat]], ὀροφή Gal.18(1).518.</span>
|Definition=ἐνεπίπεδον, [[flat]], ὀροφή Gal.18(1).518.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[plano]] ὀροφή Gal.18(1).518.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεπίπεδος''': -ον, [[ἐπίπεδος]] [[ἐντός]], ποιήσει τὴν ὀροφὴν ἐνεπίπεδον Γαλην. τ. 18, [[μέρος]] 1, σ. 518, 11.
|lstext='''ἐνεπίπεδος''': -ον, [[ἐπίπεδος]] [[ἐντός]], ποιήσει τὴν ὀροφὴν ἐνεπίπεδον Γαλην. τ. 18, [[μέρος]] 1, σ. 518, 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[plano]] ὀροφή Gal.18(1).518.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνεπίπεδος]], -ον (Α)<br />[[επίπεδος]] στο εσωτερικό του.
|mltxt=[[ἐνεπίπεδος]], -ον (Α)<br />[[επίπεδος]] στο εσωτερικό του.
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεπίπεδος Medium diacritics: ἐνεπίπεδος Low diacritics: ενεπίπεδος Capitals: ΕΝΕΠΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: enepípedos Transliteration B: enepipedos Transliteration C: enepipedos Beta Code: e)nepi/pedos

English (LSJ)

ἐνεπίπεδον, flat, ὀροφή Gal.18(1).518.

Spanish (DGE)

-ον plano ὀροφή Gal.18(1).518.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεπίπεδος: -ον, ἐπίπεδος ἐντός, ποιήσει τὴν ὀροφὴν ἐνεπίπεδον Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 518, 11.

Greek Monolingual

ἐνεπίπεδος, -ον (Α)
επίπεδος στο εσωτερικό του.