μεμόρηται: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=memoritai
|Transliteration C=memoritai
|Beta Code=memo/rhtai
|Beta Code=memo/rhtai
|Definition=μεμορημένος, μεμορμένος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μείρομαι]].</span>
|Definition=μεμορημένος, μεμορμένος, v. [[μείρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμόρηται''': μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]].
|lstext='''μεμόρηται''': μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμόρηται:''' γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του [[μείρομαι]]· μτχ. [[μεμορημένος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμόρηται Medium diacritics: μεμόρηται Low diacritics: μεμόρηται Capitals: ΜΕΜΟΡΗΤΑΙ
Transliteration A: memórētai Transliteration B: memorētai Transliteration C: memoritai Beta Code: memo/rhtai

English (LSJ)

μεμορημένος, μεμορμένος, v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.

Greek Monotonic

μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.