ὀνοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onoeidis | |Transliteration C=onoeidis | ||
|Beta Code=o)noeidh/s | |Beta Code=o)noeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀνοειδές, [[of the ass kind]], EM220.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς [[αὐτόθι]] 304, 369. | |lstext='''ὀνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς [[αὐτόθι]] 304, 369. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοειδής]], -ές (Α) [[όνος]]<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνο. Επίρ. <i>ὀνοειδῶς</i> (Α)<br />σαν όνος, σαν γαϊδούρι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀνοειδές, of the ass kind, EM220.32.
German (Pape)
[Seite 348] ές, eselartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοειδής: -ές, ὅμοιος ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς αὐτόθι 304, 369.
Greek Monolingual
ὀνοειδής, -ές (Α) όνος
αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α)
σαν όνος, σαν γαϊδούρι.