ὑπέρθεμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperthema | |Transliteration C=yperthema | ||
|Beta Code=u(pe/rqema | |Beta Code=u(pe/rqema | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[overbid]]. ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:47, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, overbid. Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1196] τό, das Übergebot, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρθεμα: τό, ἀνωτέρα προσφορὰ ἐν δημοπρασίᾳ πρὸς ἀναβίβασιν τῆς τιμῆς· - περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν παραγώγων αὐτῆς ὑπερθεμᾰτίζω, προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν (ἐν Κ. Πορφυρ. Νεαραῖς 280 ὑπερθεματίζω, ὑπερβαίνω τὸ θέμα, βαίνω πέραν τοῦ θέματος, δηλ. τῆς ἐπαρχίας), ὑπερθεματισμός, ὁ, τὸ προσφέρειν ἀνωτέραν τιμήν, ὑπερθεματιστής, ὁ, ὁ προσφέρων ἀνωτέραν τιμήν, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ ὑπερτίθημι
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.