ἐπιπροέηκα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπροέηκα:''' Επικ. αντί -[[προῆκα]], αόρ. | |lsmtext='''ἐπιπροέηκα:''' Επικ. αντί -[[προῆκα]], αόρ. αʹ του <i>ἐπιπροΐημι</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιπρο-έμεν, v. ἐπιπροΐημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπροέηκα: pf. к ἐπιπροΐημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροέηκα: ἐπιπροέμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιπροΐημι.
Greek Monotonic
ἐπιπροέηκα: Επικ. αντί -προῆκα, αόρ. αʹ του ἐπιπροΐημι.