ἔμβη: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμβη:''' Επικ. αντί <i>ἐνέβη</i>, | |lsmtext='''ἔμβη:''' Επικ. αντί <i>ἐνέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[ἐμβαίνω]]· [[ἔμβητον]], γʹ δυϊκ.· [[ἐμβήῃ]] αντί <i>ἐμβῇ</i>, γʹ ενικ. υποτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔμβητον, ἐμβήῃ, v. ἐμβαίνω.
Spanish (DGE)
v. ἐμβαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ind. épq. ao.2 de ἐμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔμβη: эп. 3 л. sing. aor. 2 к ἐμβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβη: ἔμβητον, ἐμβήῃ, ἴδε ἐμβαίνω.
English (Autenrieth)
see ἐμβαίνω.
Greek Monotonic
ἔμβη: Επικ. αντί ἐνέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω· ἔμβητον, γʹ δυϊκ.· ἐμβήῃ αντί ἐμβῇ, γʹ ενικ. υποτ.