ἔμβη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβη:''' Επικ. αντί <i>ἐνέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[ἐμβαίνω]]· [[ἔμβητον]], γʹ δυϊκ.· [[ἐμβήῃ]] αντί <i>ἐμβῇ</i>, γʹ ενικ. υποτ.
|lsmtext='''ἔμβη:''' Επικ. αντί <i>ἐνέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[ἐμβαίνω]]· [[ἔμβητον]], γʹ δυϊκ.· [[ἐμβήῃ]] αντί <i>ἐμβῇ</i>, γʹ ενικ. υποτ.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβη Medium diacritics: ἔμβη Low diacritics: έμβη Capitals: ΕΜΒΗ
Transliteration A: émbē Transliteration B: embē Transliteration C: emvi Beta Code: e)/mbh

English (LSJ)

ἔμβητον, ἐμβήῃ, v. ἐμβαίνω.

Spanish (DGE)

v. ἐμβαίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ind. épq. ao.2 de ἐμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβη: эп. 3 л. sing. aor. 2 к ἐμβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβη: ἔμβητον, ἐμβήῃ, ἴδε ἐμβαίνω.

English (Autenrieth)

see ἐμβαίνω.

Greek Monotonic

ἔμβη: Επικ. αντί ἐνέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω· ἔμβητον, γʹ δυϊκ.· ἐμβήῃ αντί ἐμβῇ, γʹ ενικ. υποτ.