ὀλόμην: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλόμην:''' ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὄλλυμι]].
|lsmtext='''ὀλόμην:''' ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὄλλυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόμην Medium diacritics: ὀλόμην Low diacritics: ολόμην Capitals: ΟΛΟΜΗΝ
Transliteration A: olómēn Transliteration B: olomēn Transliteration C: olomin Beta Code: o)lo/mhn

English (LSJ)

ὄλοντο, v. ὄλλυμι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Moy. épq. de ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόμην: эп. aor. 2 med. к ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόμην: ὄλοντο, ἴδε ἐν λέξ. ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

see ὄλλῦμι.

Greek Monotonic

ὀλόμην: ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι.