κοτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kotylizo
|Transliteration C=kotylizo
|Beta Code=kotuli/zw
|Beta Code=kotuli/zw
|Definition=[[sell by the]] [[κοτύλη]]: hence, [[sell by retail]], opp. <b class="b3">ἀθρόα πιπράσκειν</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1347b8</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>92.6</span> (ii A. D.), <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.79B.</span>; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς <span class="title">BCH</span>50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην <span class="bibl">Pherecr.168</span>; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>683</span>.
|Definition=[[sell by the]] [[κοτύλη]]: hence, [[sell by retail]], opp. <b class="b3">ἀθρόα πιπράσκειν</b>, Arist.''Oec.''1347b8, cf. ''PAmh.''92.6 (ii A. D.), Phryn.''PS''p.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς ''BCH''50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.''Fr.''683.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίζω Medium diacritics: κοτυλίζω Low diacritics: κοτυλίζω Capitals: ΚΟΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kotylízō Transliteration B: kotylizō Transliteration C: kotylizo Beta Code: kotuli/zw

English (LSJ)

sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.

German (Pape)

kotylenweis verkaufen, die Waren im Kleinen, im Einzelnen verkaufen, Ar. frg. 555 und Pherecr. bei Poll. 7.195; vgl. Phryn. in B.A. 46; Gegensatz ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι, Arist. Oec. 2.8.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίζω:
1 продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);
2 раздавать по частице (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.

Greek Monolingual

κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», Αριστοφ.).