κοτυλίζω: Difference between revisions
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kotylizo | |Transliteration C=kotylizo | ||
|Beta Code=kotuli/zw | |Beta Code=kotuli/zw | ||
|Definition=[[sell by the]] [[κοτύλη]]: hence, [[sell by retail]], opp. <b class="b3">ἀθρόα πιπράσκειν</b>, | |Definition=[[sell by the]] [[κοτύλη]]: hence, [[sell by retail]], opp. <b class="b3">ἀθρόα πιπράσκειν</b>, Arist.''Oec.''1347b8, cf. ''PAmh.''92.6 (ii A. D.), Phryn.''PS''p.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς ''BCH''50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.''Fr.''683. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>kotylenweis [[verkaufen]], die [[Waren]] im Kleinen, im Einzelnen [[verkaufen]]</i>, Ar. frg. 555 und Pherecr. bei Poll. 7.195; vgl. Phryn. in <i>B.A</i>. 46; <span class="ggns">Gegensatz</span> ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι, Arist. <i>Oec</i>. 2.8. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοτυλίζω]] (Α) [[κοτύλη]]<br /><b>1.</b> [[πουλώ]] [[κάτι]] με την [[κοτύλη]], [[πουλώ]] λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις [[καλῶς]] εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[λίγα]] («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[κοτυλίζω]] (Α) [[κοτύλη]]<br /><b>1.</b> [[πουλώ]] [[κάτι]] με την [[κοτύλη]], [[πουλώ]] λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις [[καλῶς]] εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[λίγα]] («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.
German (Pape)
kotylenweis verkaufen, die Waren im Kleinen, im Einzelnen verkaufen, Ar. frg. 555 und Pherecr. bei Poll. 7.195; vgl. Phryn. in B.A. 46; Gegensatz ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι, Arist. Oec. 2.8.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλίζω:
1 продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);
2 раздавать по частице (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.
Greek Monolingual
κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», Αριστοφ.).